- ἡβάσκων
- ἡβάσκωcome to pubertypres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηβάσκω — ἡβάσκω (Α) (εναρκτικό ρ. τού ηβώ) 1. φθάνω στην εφηβική ηλικία, αρχίζω να μπαίνω στην εφηβεία («παῑς ἡβάσκων ἄρτι», Ξεν.) 2. (για γυναίκες) φθάνω σε ηλικία γάμου 3. αρχίζω να μπαίνω στην ανδρική ηλικία ή παρουσιάζω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek